- πρισμάτιον
- τὸ, Α [πρίσμα, -ατος](ως υποκορ.) μικρό πρίσμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρισμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισματίοις — πρισμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισματίου — πρισμάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισματίῳ — πρισμάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρισμάτια — πρισμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)